ἀναβιῶ

ἀναβιῶ
ἀναβιόω
come to life again
pres subj act 1st sg
ἀναβιόω
come to life again
pres ind act 1st sg
ἀναβιόω
come to life again
aor subj act 1st sg
ἀναβιόω
come to life again
pres subj act 1st sg
ἀναβιόω
come to life again
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναβίωμα — ἀναβίωμα, το (Μ) [ἀναβιῶ] αναβίωση, ξαναζωντάνεμα …   Dictionary of Greek

  • αναβίωση — Χαρακτηριστική ικανότητα διαφόρων ζωικών (π.χ. πρωτόζωων και βοαδυπόρων) και φυτικών οργανισμών (όπως οι λειχήνες, οι μύκητες και τα βακτήρια) να αποκτούν πάλι την κανονική ζωτικότητα έπειτα από μια περίοδο αναστολής της, λόγω εξωτερικών αιτιών,… …   Dictionary of Greek

  • αναβιώνω — (Α ἀναβιῶ, όω) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ, ξαναγεννιέμαι νεοελλ. επαναφέρω κάτι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναζωπυρώνω, επαναδραστηριοποιώ, ενεργοποιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ + βιῶ. ΠΑΡ. ἀναβίωσις ( η) μσν. ἀναβίωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”